Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Κριτική ματιά στο μύθο του Πρωταγόρα



Ας δούμε πιο κριτικά το μύθο του Πρωταγόρα. Είναι ανάγκη ιδιαίτερα να επισημάνουμε ορισμένες ανακόλουθες και αντιφατικές απόψεις ή απόψεις που με σημερινά κριτήρια δεν πείθουν ούτε έχουν κάποια επιστημονική αξία. Σημειώνουμε μερικές:
1. Τοποθετείται στο μύθο η εμφάνιση της τεχνικής («τῆς ἐντέχνου σοφίας σύν πυρί») πριν από τη συγκρότηση των πόλεων. Οι άνθρωποι άρχισαν να φτιάχνουν «οἰκήσεις καί ἐσθήτας καί ὑποδέσεις καί στρωμνάς» (κατοικίες και ρούχα και παπούτσια και κλινοσκεπάσματα), προτού φτιάξουν κοινωνία. Και όμως η τεχνική (ή τεχνολογία) δεν μπορεί να νοηθεί έξω από την οργανωμένη κοινωνία. Η τεχνική προϋποθέτει συνεργασία και καταμερισμό εργασίας στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας. Ούτε «εὐπορία τοῦ βίου» (αφθονία μέσων ζωής) θα ήταν δυνατή έξω από τον οργανωμένο κοινωνικό βίο.
2. Τοποθετεί ο μύθος την εμφάνιση της θρησκείας και της θρησκευτικής τέχνης και λατρείας πριν από τη συγκρότηση της πόλης. Η θρησκεία είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό φαινόμενο. Δεν θα μπορούσε να εμφανισθεί την εποχή που οι άνθρωποι «ᾤκουν σποράδην». Η θρησκευτική λατρεία ήταν μια δημόσια υπόθεση. Και η θρησκευτική τέχνη μόνο μέσα σε μια οργανωμένη και «πολιτισμένη» κοινωνία θα μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν θα ήταν δυνατό μικρές ανθρώπινες ομάδες που κυνηγιούνταν από τα θηρία και έκαναν σκληρό αγώνα επιβίωσης να φτιάχνουν βωμούς και αγάλματα των θεών[1]. Ένας άνθρωπος, που ζούσε στην Αθήνα και έβλεπε πόσο στενά συνδεδεμένη ήταν η θρησκεία με την πόλη, ήταν αδιανόητο να υποστηρίζει τέτοιες απόψεις. Και όμως εδώ ο Πρωταγόρας τις υποστηρίζει ή τουλάχιστον τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας να τις υποστηρίζει.

Ο μύθος του Πρωταγόρα



α) Ο μύθος
Υποστηρίζεται ότι ο μύθος που διηγείται ο Πρωταγόρας περιεχόταν στο έργο του που είχε τον τίτλο Περί της εν αρχή καταστάσεως (η αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας). Άλλοι υποθέτουν ότι ο Πλάτωνας στο διάλογό του κάνει μια διασκευή εκείνων που θεωρητικά ανέπτυσσε ο Πρωταγόρας στο πιο πάνω έργο του, παρουσιάζοντάς τα με τη μορφή ενός μύθου. Ποια λογική αξία όμως μπορεί να έχει ο μύθος που βάζει στο στόμα του Πρωταγόρα ο Πλάτωνας; Ποια λογική αξία μπορεί να έχει γενικά ένας μύθος; Είναι γνωστό ότι ο μύθος παρουσιάζεται εκεί που δεν είναι δυνατός ο λόγος, εκεί που δεν είναι δυνατό να δοθεί μια λογική και επιστημονική ερμηνεία των φαινομένων ή των γεγονότων. Ο μύθος καταφεύγει στο υπερφυσικό, στις εικόνες, στις μεταφορές και στις υπερβολές. Στο μύθο όλα γίνονται με την παρέμβαση θεϊκών και υπερφυσικών δυνάμεων, όλα εξηγούνται με την έννοια του θαύματος. Λέγεται συνήθως ότι και ο μύθος έχει μέσα του έναν πυρήνα αλήθειας. Η αλήθεια του μύθου μπορεί να αποκαλυφθεί με τη λεγόμενη «απομυθοποίηση» ή «απομύθευση». Είναι όμως δυνατό ένας μύθος να αστοχεί τελείως στην προσπάθεια του να εξηγήσει κάτι και να μην έχει καμιά ερμηνευτική αξία, αλλά να είναι προϊόν μιας πλούσιας και αυθαίρετης φαντασίας. Το μύθο χρησιμοποιεί και ο Πλάτωνας στις περιπτώσεις που κρίνει ανεπαρκή τη λογική ερμηνεία ενός προβλήματος. Σε ορισμένα ζητήματα, αν δεν μπορούμε να βρούμε κάτι με τον «λόγον», αν δεν μπορούμε να βρούμε λογικές λύσεις και εξηγήσεις, καταφεύγουμε στο μύθο και στην πίστη, ακόμη και σε «γραώδεις μύθους», μύθους που λένε οι γριές (Γοργίας 527 Α). Και ο Πρωταγόρας, όπως βλέπουμε, δείχνει συμπάθεια στους μύθους, τους βρίσκει χαριτωμένους· αντιστρέφει όμως τη σειρά: πρώτα διηγείται το μύθο και ύστερα καταφεύγει στον «λόγον». Δίνει την εντύπωση ότι χειρίζεται το μύθο σαν υπόβαθρο του λόγου, όχι σαν συμπλήρωμα του. Ο μύθος περιέχει βασικές αλήθειες τις οποίες ο λόγος είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη.
Όσο αφορά τον μύθο του Πρωταγόρα για την αρχική κατάσταση του κόσμου και της ανθρώπινης κοινωνίας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι ένας πρωτότυπος μύθος, επινοημένος από τον Πρωταγόρα. Η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα ήταν ένας παλιός και γνωστός μύθος που συναντιέται ήδη στον Ησίοδο. Τον χρησιμοποίησε και ο Αισχύλος σαν θέμα τραγωδιών του. Μόνο ορισμένες λεπτομέρειες για την αρχική κατάσταση των ανθρώπων και ως ένα σημείο η ιδέα της μετάδοσης της πολιτικής τέχνης στους ανθρώπους από τον Δία ανήκουν στον Πρωταγόρα. Αν κρίνουμε τον πρωταγόρειο μύθο από την άποψη του περιεχομένου και της αλήθειας που περιέχει, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα θετικά στοιχεία, που στέκουν και με σημερινά κριτήρια ή οπωσδήποτε είναι αξιόλογα. Τα στοιχεία αυτά είναι τα εξής:

ΓΕΝΕΣΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ



Στο μύθο του ο Πρωταγόρας επιχειρεί να ερμηνεύσει τη γένεση της θρησκείας και των θρησκευτικών ιδεών. Λέει: «Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μέν διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεούς ἐνόμισεν καί ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καί ἀγάλματα θεῶν» (Επειδή ο άνθρωπος πήρε μέρος σε κάτι θεϊκό, στην αρχή λόγω της συγγένειας με το θεό, μόνο αυτός από τα άλλα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να φτιάχνει βωμούς και αγάλματα θεών). Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι κατά τον Πρωταγόρα ο άνθρωπος δεν «ἐνόμισεν θεούς» επειδή δημιουργήθηκε απ’ αυτούς. Στους θεούς πίστεψε από τη στιγμή που έλαβε το δώρο της φωτιάς. Υπονοείται ότι ο άνθρωπος εντυπωσιάστηκε αφάνταστα από τη φωτιά. Τη θεώρησε σαν θεϊκό στοιχείο, σαν κάτι που το είχαν μόνο οι θεοί. Ξαφνικά βλέπει το στοιχείο αυτό να κατεβαίνει και στη γη. Ο άνθρωπος απέκτησε ένα θεϊκό στοιχείο και ένιωσε σαν συγγενής των θεών[1]. Έτσι εξηγείται γιατί ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο που πίστεψε σε θεούς, ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς, αναγνώρισε την ανωτερότητά τους και «ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καί ἀγάλματα θεῶν», για να αποδίδει σ’ αυτούς λατρεία. Οι άνθρωποι δεν λάτρεψαν ιδιαίτερα τον Προμηθέα που τους χάρισε την κλεμμένη φωτιά, αλλά τους θεούς από τους οποίους προερχόταν το θεϊκό αυτό δώρο, σύμφωνα με τη φαντασία τους. Πάντως για τον Πρωταγόρα το στοιχείο της φωτιάς δεν είναι αρκετό να μας πείσει για την ύπαρξη των θεών. Η παρουσία της φωτιάς δεν είναι καμιά ένδειξη για την ύπαρξη θεών, η φωτιά δεν είναι «θεϊκό» στοιχείο[2]. Ο Πρωταγόρας είχε λόγους να αμφιβάλλει για την ύπαρξη θεών. Τις σχετικές του απόψεις ανέπτυξε σε ιδιαίτερο έργο που επιγραφόταν «Περί θεῶν». Τα αντίτυπα του έργου αυτού κάηκαν δημόσια και ο Πρωταγόρας διώχτηκε για αθεΐα.


[1] Η φράση «διά τήν τοῦ θεοῦ συγγένειαν» θεωρήθηκε προσθήκη από κάποιον χριστιανό αντιγραφέα ή, το πιθανότερο, από Στωικό φιλόσοφο (βλ. W. Nestle, Protagoras, σ. 96). Η συγγένεια πάντως, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, δεν έχει σχέση με το «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν θεοῦ», όπως τονίζεται στη Βίβλο και τον Χριστιανισμό, ή όπως παρουσιάζεται από τους Στοιικους, αλλά εννοείται σαν συγγένεια που οφείλεται στην κατοχή της φωτιάς. Το θεϊκό αυτό δώρο έφερε τον άνθρωπο κοντά στον θεό.
[2] Πραγματικά, για να μιλήσει κάποιος για «θεϊκά στοιχεία», πρέπει να έχει στη συνείδηση του την παράσταση των θεών, την έννοια του θεού. Εδώ όμως προηγείται η φωτιά. Ο άνθρωπος τη χαρακτηρίζει σαν «θεϊκό» στοιχείο, ενώ δε γνωρίζει απολύτως τίποτα για τους θεούς. Είναι φανερό το πρωθύστερο στο οποίο πέφτει φυσικά όχι ο άνθρωπος, αλλά ο Πρωταγόρας, όταν παρουσιάζει τον άνθρωπο να ανάγεται από τη φωτιά στους θεούς και όχι να ξεκινά από τους θεούς και να καταλήγει στη φωτιά. Και όμως είναι απλό· ο χαρακτηρισμός της φωτιάς ως θεϊκού στοιχείου προϋποθέτει την πίστη σε θεούς. Την πίστη αυτή θα άντλησε ο άνθρωπος από άλλη πηγή και όχι από τη φωτιά.
Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο θρησκευτικά αγνωστικιστής και άθεος Πρωταγόρας ενδιαφέρεται να εξηγήσει από πού προήλθε η θρησκεία. Το ότι «ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας», αυτό το πίστεψαν οι πρώτοι άνθρωποι. Αυτοί «ἐνόμισαν θεούς». Ο Πρωταγόρας «οὐ νομίζει θεούς».

ΑΙΔΩΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗ



 Η Αιδώς και η Δίκη ήταν βέβαια θεότητες για τους αρχαίους Έλληνες. Είχαν την έδρα τους κοντά στον θρόνο του Δία. Η Αιδώς ήταν παραμάνα της θεάς Αθηνάς και προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Η Δίκη ήταν κόρη του Δία και επαγρυπνούσε για την τήρηση των αιώνιων ηθικών νόμων, της ηθικής τάξης, και κατέφθανε τιμωρός όπου παραβιαζόταν η τάξη αυτή. Έστελνε τις βοηθούς της, τις Ερινύες, ή τιμωρούσε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Στον μύθο όμως του Πρωταγόρα η αιδώς και η δίκη παρουσιάζονται όχι σαν θεότητες, αλλά σαν ηθικές δυνάμεις που προσφέρονται στους ανθρώπους. Η αιδώς δηλώνει την εσωτερική δύναμη που μας εμποδίζει να κάνουμε το κακό, που μας επιβάλλει να σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας. Η δίκη από το άλλο μέρος εκφράζει την έμφυτη συναίσθηση του δικαίου που μας εμποδίζει να βλάπτουμε τον άλλον. Είναι μάλλον λάθος να λέμε ότι η αιδώς αντιστοιχεί στον άγραφο νόμο, ενώ η δίκη στον γραπτό. Στην αρχή όλοι οι νόμοι ήταν συγκεκριμένοι, αλλά άγραφοι (πρβλ. τη φράση στην Αντιγόνη του Σοφοκλή «ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα», στ. 454-55). Η αιδώς φαίνεται ότι ήταν ο φόβος και η ντροπή που ένιωθε ο άνθρωπος μόλις του παρουσιαζόταν η δυνατότητα ή η παρόρμηση να κάνει το κακό, να βλάψει τους άλλους. Η αιδώς ήταν ένας εσωτερικός μηχανισμός που συγκρατούσε τον άνθρωπο ώστε να μην κάνει το κακό, προκαλούσε συναισθήματα φόβου και ντροπής μπροστά στην προοπτική να κάνει κάτι σε βάρος των άλλων. Αντίθετα η δίκη, ήταν βέβαια κι αυτή μια εσωτερική δύναμη που επέβαλλε τον σεβασμό απέναντι στους άλλους, μια έμφυτη συναίσθηση δικαιοσύνης που εμπόδιζε τον καθένα να αδικεί, κατέληγε όμως και στη θέσπιση κανόνων και νόμων, στην καθιέρωση μιας αντικειμενικής τάξης δικαίου και στην επιβολή ποινών σε όσους παραβίαζαν την τάξη αυτή. Η δίκη απαιτεί τιμωρία. Αιδώς - θα λέγαμε τελικά - είναι η ηθική συνείδηση και το ηθικό συναίσθημα, ενώ δίκη η επιβολή μιας τάξης και η περιφρούρηση της τάξης αυτής με επιβολή κυρώσεων. Η αιδώς και η δίκη[1] - που δεν ήταν βέβαια κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος ή προϊόν κοινωνικής εξέλιξης, αλλά δώρα του θεού - θα έθεταν τέρμα στο φαινόμενο της αδικίας και θα έκαναν δυνατή τη μόνιμη συμβίωση των ανθρώπων.




[1] Απλά οι όροι αυτοί θα ήταν δυνατό να αποδοθούν: ο αλληλοσεβασμός και το συναίσθημα του δικαίου.